Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ый καθαρόαιμος

  • 1 καθαρόαιμος

    [катароэмос] яг. чистокровный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθαρόαιμος

  • 2 кровный

    кровн||ый
    прил
    1. (о родстве) συγγενής ἐξ αίματος, ὀμαίμων
    2. перен (насущи́ый) ζωτικός:
    \кровныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα·
    3. перен (прочный, неразрывный) στερεός, ἀδιάρρηκτος· \кровныйая связь с народом ἀδιάρρηκτος δεσμός μέ τό λαό·
    4. (чистокровный \кровный о животных) καθαρόαιμος:
    \кровныйая лошадь ὁ καθαρόαιμος ίππος· ◊ \кровныйая обида ἡ θανάσιμη προσβολἤ \кровныйая месть ἡ βεντέτα· \кровный враг ἄσπονδος ἐχθρός· \кровныйые деньги разг λεφτά κερδισμένα μέ ἱδρώτα.

    Русско-новогреческий словарь > кровный

  • 3 чистокровка

    ο καθαρόαιμος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чистокровка

  • 4 чистокровность

    το καθαρόαιμο
    η καθαρή γενεά/ράτσα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чистокровность

  • 5 полукровный

    полукро́в||ный
    прил ἡμίαιμος, μή καθαρόαιμος, μιγάς.

    Русско-новогреческий словарь > полукровный

  • 6 чистокровный

    чистокровный
    прил καθαρόαιμος:
    \чистокровный жеребец τό καθαρόαιμο ἀτι.

    Русско-новогреческий словарь > чистокровный

  • 7 чистокровный

    [τσιστακρόβνυϊ] εκ. καθαρόαιμος

    Русско-греческий новый словарь > чистокровный

  • 8 чистокровный

    [τσιστακρόβνυϊ] επ καθαρόαιμος

    Русско-эллинский словарь > чистокровный

  • 9 кровный

    επ.
    1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•

    -ые родственники συγγενείς όμαιμοι•

    брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•

    -ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•

    -ые связи δεσμοί αίματος.

    2. ζωτικός, βασικός•

    кровный интерес ζωτικό συμφέρο.

    3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•

    -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.

    4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•

    кровный грек γνήσιος Ελληνας.

    5. με μόχθο•

    -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.

    εκφρ.
    враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•
    - ая вражда – θανάσιμη έχθρα•
    - ая месть – βεντέτα•
    - ая обида – μεγάλη προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > кровный

  • 10 нечистый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος•

    -ая посуда ακάθαρτα αγγεία.

    2. μη γνήσιος, νοθευμένος. || μουντός•

    нечистый цвет μουντό χρώμα.

    || μη καθαρόαιμος•

    собака -ой породы σκύλος από διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας).

    3. μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (για ήχο, προφορά).
    5. ανήθικος• ύποπτος, επιλήψιμος.
    6. άτιμος, βρωμερός, βρώμιος•

    -ое дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά.

    7. αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσιουργός, ανίερος.
    8. πονηρός, κακός•

    нечистый дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).

    9. ουσ. το ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).
    εκφρ.
    - ая силе – ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος•
    на руку -ист – που έχει ροπή για κλέψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > нечистый

  • 11 племенной

    επ.
    1. νομαδικός•

    -ая собственность νομαδική ιδιοκτησία•

    племенной быт νομαδικός τρόπος ζωής.

    2. καθαρόαιμος (για αναπαραγωγή), από καλή ράτσα.

    Большой русско-греческий словарь > племенной

  • 12 чистокровна

    -ηα.κ.θ. καθαρόαιμος, -η (όχι από διασταύρωση)•

    чистокровна лошадь καθαρόαιμο άλογο.

    Большой русско-греческий словарь > чистокровна

  • 13 чистокровный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. καθαρόαιμος (από μη διασταύρωση)•

    чистокровный жеребец καθαρόαιμο πουλάρι.

    2. γνήσιος, πραγματικός, καθαρός.

    Большой русско-греческий словарь > чистокровный

  • 14 чистопородный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    καθαρόαιμος•

    чистопородный скот καθαρόαιμα ζώα (από μη διασταύρωση).

    Большой русско-греческий словарь > чистопородный

  • 15 чистопсовый

    επ.
    καθαρόαιμος (για σκύλο).

    Большой русско-греческий словарь > чистопсовый

  • 16 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

См. также в других словарях:

  • καθαρόαιμος — η, ο 1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής 2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς τής ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση 3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + αιμος (< αίμα), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • καθαρόαιμος — η, ο αυτός που έχει αίμα γνήσιο, ευγενής: Έχω ένα καθαρόαιμο αραβικό άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Ντρέδες — Πολεμιστές από τα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Ήταν αλβανόφωνοι και η ονομασία τους προέρχεται από την αλβανική λέξη ντρες, που σημαίνει καθαρόαιμος, ανεξάρτητος και ανυπότακτος. Στην Επανάσταση είχαν αρχηγό τους τον Μήτρο Αναστασιάδη και τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»